δασύτητος

δασύτητος
δασύτης
roughness
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εύω — εὕω και εὔω (Α) (ποιητ. τ.) 1. φλογίζω, καψαλίζω 2. (μτφ. για κακή ή δύστροπη γυναίκα) βασανίζω, τσουρουφλίζω («ἥ τ ἄνδρα... εὕει ἄτερ δαλοῡ», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο ρήμα που γρήγορα υποχώρησε στην Ελληνική έναντι τού συνωνύμου του καίω.… …   Dictionary of Greek

  • χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”